- νταμπλάς
- και νταμλάς, οκόλπος, αποπληξία («μόλις άκουσε τα νέα, τού ήλθε νταμπλάς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damla].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμπλάς — (I) και ταβλάς, ο, Ν 1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («τού έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια») 2. ο δίσκος, το τάσι τής ζυγαριάς 3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα… … Dictionary of Greek
δαμλάς — ο βλ. νταμπλάς … Dictionary of Greek
dambla — DAMBLÁ s.f. 1. (pop.) Apoplexie, paralizie. ♦ Acces de furie, năbădăi. 2. fig. (fam.) Chef, poftă, pasiune. – Din tc. dambla. Trimis de ionel bufu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 DAMBLÁ s. v. apoplexie, capriciu, chef, fandoseală, fantezie, fason,… … Dicționar Român
αποπληξία — η (ιατρ.), απότομη εγκεφαλική προσβολή, κόλπος, νταμπλάς: Συχνά η αποπληξία είναι θανατηφόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλπος — κόλπος, ο και κόρφος, ο 1. στήθος. 2. αγκαλιά: Την έσφιξε στους κόλπους του. 3. περιβάλλον: Γύρισε στους κόλπους της οικογένειάς της. 4. τμήμα θάλασσας που μπαίνει βαθιά στην ξηρά: Έχουν αγκυροβολήσει στον Κορινθιακό κόλπο. 5. συμφόρηση, νταμπλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταμ(π)λάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), αποπληξία: Μου ήρθε νταμπλάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπλάς — ταμπλάς, ο και νταμπλάς, ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. δίσκος ζυγαριάς. 2. τύμπανο στο ανώφλι πόρτας. 3. αποπληξία, συγκοπή: Έπαθε ταμπλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)